προεξέχων

προεξέχων
προεξέχων , πρό , ἐκ-χάω
imperf ind act 3rd pl
προεξέχων , πρό , ἐκ-χάω
imperf ind act 1st sg
προεξέχων , πρό-ἐξέχω
stand out
pres part act masc nom sg
προεξέχων , πρό-ἐκχώννυμαι
imperf ind act 3rd pl (doric aeolic)
προεξέχων , πρό-ἐκχώννυμαι
imperf ind act 1st sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σίφωνας — Σωλήνας ή αγωγός κυρτός, σε σχήμα περίπου U, που χρησιμοποιείται για τη μετάγγιση υγρών από το ένα δοχείο στο άλλο, όταν το δεύτερο είναι τοποθετημένο κάτω από τη στάθμη του υγρού που περιέχεται στο πρώτο. Η λειτουργία του στηρίζεται στη συνοχή… …   Dictionary of Greek

  • Κρο-Μανιόν, άνθρωπος του- — (Cro Magnon). Πληθυσμός του Homo sapiens (έμφρονος ανθρώπου), ο οποίος χρονολογείται κατά την ανώτερη παλαιολιθική περίοδο (πριν από 35.000 10.000 χρόνια). Ίχνη του βρέθηκαν σε ένα βραχώδες σημείο της τοποθεσίας Κρο Μανιόν της Δορδόνης (Ντορντόν) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”